- ἀναβαστάζει
- ἀναβαστάζωraisepres ind mp 2nd sgἀναβαστάζωraisepres ind act 3rd sgἀναβαστάζωraisepres ind mp 2nd sgἀναβαστάζωraisepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβαστακτήρ — ἀναβαστακτὴρ ( ῆρος), ο (Μ) αυτός που αναβαστάζει, που συγκρατεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαστάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβασταχτήρα] … Dictionary of Greek